- κορυθαιξ
- κορυθάϊξκορῠθ-άϊξάϊκος (ᾱ) adj. потрясающий шлемом, т.е. гривой шлема
(πτολεμιστής Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πτολεμιστής Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορυθάιξ — κορυθάϊξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σείει την περικεφαλαία 2. ισχυρός, δυνατός («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, υθ ος + άϊξ (< ἀΐσσω «πηδώ εφορμώ»), πρβλ. πολυ άϊξ, τριχ άϊξ] … Dictionary of Greek
κορυθάιξ — κορυθά̱ϊ̱ξ , κορυθάιξ helmet shaking masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… … Dictionary of Greek
κορυθάικα — κορυθά̱ϊ̱κα , κορυθάιξ helmet shaking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυθάικες — κορυθά̱ϊ̱κες , κορυθάιξ helmet shaking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυθάικι — κορυθά̱ϊ̱κι , κορυθάιξ helmet shaking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυθάικος — κορυθά̱ϊ̱κος , κορυθάιξ helmet shaking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)